λιλί

λιλί
το
1. (στη βρεφική γλώσσα) παιχνιδάκι
2. συν. στον πληθ. (σκωπτικά) τα λιλιά
α) τα χρήματα
β) τα παράσημα
3. παροιμ. «έχεις λιλιά, έχεις λαλιά» — όποιος έχει χρήματα έχει και ευφράδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας, που ανάγεται σε ονοματοποιία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λιλί, Ζαν-Μπατίστ ή Λούλι, Τζιοβάνι Μπατίστα — (Jean Baptiste Lulli ή Giovanni Battista Lulli, Φλωρεντία 1632 – Παρίσι 1687). Ιταλός συνθέτης, γαλλικής υπηκοότητας. Το 1646 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε βιολί, τραγούδι και χορό και αναδείχτηκε στην Αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ’, αρχικά ως …   Dictionary of Greek

  • Λίλι, Πίτερ — (Sir Peter Lely, Σεστ, Αγγλία 1618 – 1680). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου ζωγράφου, ολλανδικής καταγωγής, Πίτερ Βαν ντερ Φάες (Pieter Van der Faes). Το 1661 ο Κάρολος Β’ τον ονόμασε ζωγράφο της Αυλής, αξίωμα που κατείχε ο Βαν Ντάικ επί… …   Dictionary of Greek

  • Λίλι, Τζον — (John Lyly, 1554; – 1606). Άγγλος συγγραφέας. Έγινε γνωστός κυρίως για το μυθιστόρημά του Ευφυής (1578) με το οποίο καθιέρωσε τον όρο ευφυϊσμός. Πρόκειται για ένα από τα πολυάριθμα ερωτικά μυθιστορήματα της εποχής του, που όμως ξεχώρισε για τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • ευφυϊσμός — Όρος, ο οποίος προήλθε από το όνομα του πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος του Τζον Λίλι, Ευφυής Ανατομία του πνεύματος (1578). Από τότε ε. επικράτησε να σημαίνει το ύφος που χαρακτηρίζεται από αντιθέσεις, παράλληλες και συμμετρικές προτάσεις,… …   Dictionary of Greek

  • Μολιέρος — (Moliere, Παρίσι 1622 – 1673). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα και ηθοποιού Ζαν Μπατίστ Ποκλέν (Jean Baptiste Poquelin). Φοίτησε πρώτα σε σχολείο ιησουιτών, ανάμεσα στους νέους της υψηλής κοινωνίας· συνέχισε κατόπιν τις… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • λουλούδι — και λελούδι και λούλουδο, το (Μ λουλούδιν και λουλούδι) το μέρος τού φυτού που περιλαμβάνει τα όργανα τής αναπαραγωγής του και στο οποίο αναπτύσσεται ο καρπός, το άνθος 2. καθετί ωραίο και αγαπητό, κόσμημα, στολίδι («λουλούδι τής Μονεμβασιάς και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”